- κορυφαιότης
- κορῠφ-αιότης, ητος, ἡ,A headship, supremacy, Corp.Herm.18.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορυφαιότης — κορυφαιότης, ητος, ἡ (Α) [κορυφαίος] υπεροχή, κυριαρχία … Dictionary of Greek
κορυφαιότης — headship fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφαιότητι — κορυφαιότης headship fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)